- σαμαροσκούτι
- και σαμαρόσκουτο, το, ή σαμαροσκουτιά, η, Ν1. χοντρό μάλλινο ή λινό ύφασμα ή δέρμα, ιδίως κατσίκας, το οποίο τοποθετείται στη ράχη τών ζώων κάτω από το σαμάρι2. είδος χοντρού υφάσματος με το οποίο κατασκευάζονται ειδικά πανωφόρια και ιδίως οι κάπες, αλλ. κετσές3. μτφ. χοντρό και άκομψο πανωφόρι.[ΕΤΥΜΟΛ. < σαμάρι + σκουτί].
Dictionary of Greek. 2013.